- μεταφέρω
- και μεταφέρνω (ΑΜ μεταφέρω, Μ και μεταφέρνω)1. μετακινώ κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετατοπίζω, διακομίζω («μετέφερα τη βιβλιοθήκη σε άλλο δωμάτιο»)2. (για κτήματα ή χρήματα) μεταγράφω από το όνομα τού παλαιού ιδιοκτήτη στο όνομα τού αγοραστή, μεταβιβάζω3. (σχετικά με χρηματικό ποσό) καταχωρίζω στον λογαριασμό άλλου4. μεταφράζω, μεταγλωττίζω («μεταφέρω από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα»)5. μεταθέτω το θέμα συζήτησης («συνηθίζει να μεταφέρει το θέμα τής συζήτησης από την ποίηση στην πολιτική»)νεοελλ.1. (το ενεργ. με μέσ. σημ.) (για περιουσιακά στοιχεία) μεταβιβάζομαι2. (σε λογιστικά βιβλία) μεταγράφω από τη μια μερίδα στην άλλη ή από το ένα βιβλίο στο άλλο3. μεταδίδω («σάς μεταφέρω τους χαιρετισμούς του»)4. μτφ. κάνω κάποιον να μεταβεί νοερά σε άλλο τόπο ή σε άλλη εποχή («αυτή ή φωτογραφία μέ μεταφέρει δέκα χρόνια πίσω»)5. φρ. «μεταφέρω τα πολιτικά μου δικαιώματα» — μεταγράφομαι από έναν δήμο ή μια κοινότητα σε άλλο, κάνω μεταδημότευση («στις τελευταίες εκλογές μετέφερα τα πολιτικά μου δικαιώματα στην Αθήνα»)μσν.1. παρηγορώ2. (αμτβ.) ανακτώ τις αισθήσεις μου, συνέρχομαιμσν.-αρχ.(σχετικά με γνώμη ή διάθεση) μεταβάλλω, αλλάζω, τροποποιώαρχ.1. προσαρμόζω, εφαρμόζω2. συγχέω καθώς μεταβάλλω3. (ρητ.) αποδίδω σε λέξη ή φράση σημασία διαφορετική από αυτήν που έχει, εκφράζομαι μεταφορικά, χρησιμοποιώ μεταφορικά4. φρ. α) «μεταφέρω τι ἐπὶ τ' ἀληθές» — δίνω σε κάτι το πραγματικό του όνομαβ) «μεταφέρω τοὔνομα ἐπὶ τὸν λόγον» — επαναφέρω μια λέξη στη γραμματική της σημασία, ερμηνεύω μια λέξη ετυμολογικώς, Αριστοτ.5. (σχετικά με υπαλλήλους) μεταθέτω6. (το μέσ.) μεταφέρομαια) φέρνω κάτι μαζί μου από έναν τόπο σε άλλοβ) παθ. εφαρμόζομαι σε άλλον τομέα («τὸ ἐρώτημα... μετενηνεγμένον δὲ εἰς ποίησιν», Ιουλ.).
Dictionary of Greek. 2013.